-
1 διάστασις
A parting, separation (opp. ἕνωσις, Dam.Pr. 273),ὀρέων Hdt.7.129
;ὀστέων Hp.Art.20
, cf. Gal.19.461;φάραγγες καὶ δ. τῆς γῆς
fissures,Arist.
Mete. 350b36; breach in a barrier, Ph.Bel.98.31; opening,τῆς γένυος Aret.CD1.3
.b κεφαλῆς δ. splitting headache, ibid. (pl.), v.l. in Pl.R. 407c.d δ. κενεή retching, ib. 2.7.e = διαστολή, of the pulse, Zenoap.Gal.8.736.2 setting at variance,τοῖς νέοις ἐς τοὺς πρεσβυτέρους Th.6.18
, cf. Plu.Cor.16; cause of breach, Arist.Pol. 1303b15.5 divorce, Plu.Aem.5, etc.II Gramm., of vowels, διαίρεσις κατὰ διάστασιν (as in πάϊς) A.D.Pron.87.4.b τὰ κατὰ δ. forms written as two words, e.g. ἐμέθεν αὐτῆς ib.114.11.III interval, Pl.Ti. 36a, etc.; in Music, Aristox.Harm.p.4 M., al.; of space, extension, Arist.Top. 142b5, al.; dimension,τὰς αὐτὰς διαστάσεις εἰς βάθος εἰληφός Epicur.Nat.2.7
, cf. Gal.11.503, S.E.M.3.19;ἡ δ. ἡ τριχῇ
tridimensionality,Plot.
1.2.6, cf. 6.6.17, Porph.Sent.35, Dam.Pr. 375.IV = διακόσμησις, Antipho Soph.23. (Freq. confused with διάτασις, wh. shd. perh. be read in 1.1.b,c,d.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάστασις
См. также в других словарях:
διάσταση — Όρος που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει το μέγεθος, αναφορικά με το ύψος, το πλάτος και το μήκος. Επειδή η έννοια της δ. εμφανίζεται απλή και αυτονόητη, έως το 1910 δεν είχε δοθεί ένας αυστηρός ορισμός. Η εμπειρική προσέγγιση υπαγορεύει ότι… … Dictionary of Greek